εὔκνημος — with beautiful ankle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκνημος — η, ο (Α εὔκνημος, ον) αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔκνημος είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κνημος (< κνήμη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
εὔκνημον — εὔκνημος with beautiful ankle masc/fem acc sg εὔκνημος with beautiful ankle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκνήμοιο — εὔκνημος with beautiful ankle masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκνήμου — εὔκνημος with beautiful ankle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκνήμους — εὔκνημος with beautiful ankle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EUCNEMOS — ex Graeco Εὔκνημος, Amazonis ex aere a Silanione factae cognomen. Plin. l. 34. c. c. 8. Idem fecit Strongylion Amazonem, quam ab excellentia crurum Eucnemon Appellant, ob id in comitatu Neronis Principis cir cumlatam … Hofmann J. Lexicon universale
Στρογγυλίων — Αθηναίος γλύπτης, που άκμασε στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι το χάλκινο άγαλμα της Άρτεμης Σωτείρας, που οι Μεγαρείς αφιέρωσαν στο ιερό της θεάς στα Μέγαρα, σε ένδειξη… … Dictionary of Greek